Oχορός των Νομπέλ του 2020 άνοιξε σήμερα με το Νομπέλ Φυσιολογίας ή Ιατρικής το οποίο η αρμόδια Επιτροπή αποφάσισε να απονείμει σε τρεις επιστήμονες, έναν βρετανό και δύο αμερικανούς, που έκαναν καθοριστικές ανακαλύψεις σε ό,τι αφορά τον ιό της ηπατίτιδας C. Σε μια περίοδο κατά την οποία αποδεικνύεται περισσότερο από ποτέ η σημασία των ιογενών «εχθρών» και κυρίως της αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους προς όφελος της ανθρωπότητας, η Επιτροπή των Νομπέλ επέλεξε να τιμήσει ερευνητές που συνέβαλαν καθοριστικά στην πάταξη ενός ιογενούς «κατά συρροή δολοφόνου» του παγκόσμιου πληθυσμού.

Οι τρεις βραβευθέντες

Με το εφετινό Νομπέλ Φυσιολογίας ή Ιατρικής τιμώνται o αμερικανός ιολόγος των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ Χάρβεϊ Αλτερ, ο επίσης αμερικανός ιολόγος Τσαρλς Ράις του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη καθώς και ο βρετανός μικροβιολόγος-ιολόγος Μάικλ Χάουτον του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα στον Καναδά. Σε σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής των Νομπέλ αναφέρεται ότι οι τρεις επιστήμονες είχαν καθοριστική συνεισφορά στη μάχη ενάντια στην ηπατίτιδα που μεταδίδεται μέσω του αίματος και η οποία αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα υγείας που προκαλεί κίρρωση και καρκίνο του ήπατος. Προστίθεται ότι οι ανακαλύψεις των τριών επιστημόνων οδήγησαν στην ταυτοποίηση ενός νέου ιού, του ιού της ηπατίτιδας C.

Είχε προηγηθεί η ανακάλυψη των ιών της ηπατίτιδας Α και Β από άλλους επιστήμονες – βήματα καθοριστικά ενάντια στην ηπατίτιδα – ωστόσο η πλειονότητα των περιπτώσεων ηπατίτιδας που μεταδίδονται μέσω του αίματος παρέμενε στο «σκοτάδι». Η δουλειά των τριών αυτών ερευνητών που έφερε στο φως τον ιό της ηπατίτιδας C «συμπλήρωσε το παζλ» σε ό,τι αφορούσε τις ανεξήγητες περιπτώσεις χρόνιας ηπατίτιδας και κατέστησε δυνατή την ανάπτυξη τεστ αίματος αλλά και νέων θεραπειών που έχουν σώσει εκατομμύρια ζωές ως σήμερα.

Οι δύο τύποι ηπατίτιδας

Η ηπατίτιδα – φλεγμονή του ήπατος – προκαλείται κυρίως από ιογενείς λοιμώξεις αν και υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που την «πυροδοτούν», όπως η κατάχρηση αλκοόλ, η έκθεση σε περιβαλλοντικές τοξίνες καθώς και αυτοάνοσα νοσήματα. Τη δεκαετία του 1940 κατέστη σαφές ότι υπάρχουν δύο κύριοι τύποι ηπατίτιδας. Ο πρώτος αφορά την ηπατίτιδα Α η οποία μεταδίδεται μέσω μολυσμένου νερού ή μολυσμένης τροφής και σε γενικό πλαίσιο δεν έχει μακροπρόθεσμη επίδραση στον ασθενή. Ο δεύτερος τύπος (αφορά τις ηπατίτιδες Β και C) μεταδίδεται μέσω του αίματος και άλλων σωματικών υγρών και αποτελεί μια πολύ σοβαρή απειλή για την υγεία καθώς μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια φλεγμονή και τελικώς σε ανάπτυξη κίρρωσης ή ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. Η ηπατίτιδα που μεταδίδεται μέσω του αίματος αποτελεί έναν σημαντικότατο «εχθρό» της δημόσιας υγείας – αντίστοιχο με τον ιό ΗΙV του AIDS και τη φυματίωση – προκαλώντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο θανάτους ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τη δεκαετία του 1960 ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά ο ιός της ηπατίτιδας Β, μια ανακάλυψη που οδήγησε στην ανάπτυξη διαγνωστικών τεστ και αποτελεσματικού εμβολίου ενάντια στον συγκεκριμένο ιό (μάλιστα η ανακάλυψη αυτή χάρισε στον «πατέρα» της Μπαρούχ Μπλούμπεργκ το Νομπέλ Φυσιολογίας ή Ιατρικής το 1976). Εκείνη την εποχή ο Χάρβεϊ Αλτερ μελετούσε στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ τη συχνότητα εμφάνισης ηπατίτιδας σε ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του παρατηρούσαν με ανησυχία πως παρότι είχαν αναπτυχθεί τεστ αίματος για τον νεοανακαλυφθέντα ιό της ηπατίτιδας Β τα οποία είχαν μειώσει τον αριθμό των περιπτώσεων ηπατίτιδας που συνδέονταν με τη μετάγγιση αίματος, συνέχιζε να εντοπίζεται μεγάλος αριθμός κρουσμάτων. Παράλληλα την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν και τεστ για την ηπατίτιδα Α και αποδείχθηκε ότι ούτε ο ιός της ηπατίτιδας Α ήταν «ένοχος» για τις μυστηριώδεις αυτές περιπτώσεις.

Ο δρ Αλτερ και η ομάδα του έδειξαν μέσα από μελέτες ότι ένας άλλος, άγνωστος, λοιμογόνος παράγοντας με τα χαρακτηριστικά ενός ιού, ήταν ο υπαίτιος για τις ανεξήγητες περιπτώσεις χρόνιας ηπατίτιδας, η οποία τότε έγινε γνωστή ως «non- Α», «non- Β» ηπατίτιδα.

Ταυτοποίηση του ιού της ηπατίτιδας C

Μετά από αυτή την πρώτη ανακάλυψη διαφορετικές ομάδες ρίχθηκαν στο κυνήγι του άγνωστου ιού χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες μεθόδους. Ωστόσο παρήλθε τουλάχιστον μια δεκαετία με τον ιό να παραμένει «ασύλληπτος». Τη συνέχεια του… ιογενούς νήματος έπιασε τότε ο δρ Χάουτον που εκείνη την εποχή εργαζόταν στη φαρμακευτική εταιρεία Chiron ο οποίος μαζί με τους συνεργάτες του κατάφεραν να απομονώσουν τη γενετική αλληλουχία του ιού εφαρμόζοντας πρωτοποριακές μεθόδους. Εξονυχιστικά γενετικά πειράματα αποκάλυψαν έναν νέο RNA ιό που ανήκε στην οικογένεια Flavivirus ο οποίος και ονομάστηκε ιός της ηπατίτιδας C.

Ο ιός είχε πλέον ανακαλυφθεί, ωστόσο έλειπε άλλο ένα κομμάτι του παζλ: μπορούσε από μόνος του να προκαλέσει ηπατίτιδα; Στο ερώτημα αυτό την απάντηση έδωσε ο Τσαρλς Ράις, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις, ο οποίος εντόπισε μια μη χαρακτηρισμένη ως τότε περιοχή στο γονιδίωμα του ιού η οποία, όπως υποπτευόταν, θα μπορούσε να είναι σημαντική για τον πολλαπλασιασμό του. Με «όπλο» τη γενετική μηχανική ο δρ Ράις δημιούργησε μια RNA παραλλαγή του ιού που περιείχε τη νέα περιοχή του ιικού γονιδιώματος που είχε εντοπίσει. Οταν αυτό το RNA εγχύθηκε στο ήπαρ χιμπατζήδων, ο ιός ανιχνεύθηκε στο αίμα των πειραματοζώων ενώ εμφανίστηκαν και βλάβες στον ηπατικό ιστό, αντίστοιχες με εκείνες που παρουσιάζονταν σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα. Αυτή ήταν και η τελική απόδειξη ότι ο «ένοχος» για τις επί μακρόν ανεξήγητες περιπτώσεις ηπατίτιδας που οφείλονταν σε μετάγγιση αίματος είχε πλέον «συλληφθεί».

Η σημασία των ανακαλύψεων που οδήγησε στο Νομπέλ

Αυτή η αλυσίδα των ανακαλύψεων οδήγησε σε ανάπτυξη άκρως ευαίσθητων τεστ αίματος για τον ιό της ηπατίτιδας C τα οποία ουσιαστικώς «εξαφάνισαν» την ηπατίτιδα που συνδέεται με τις μεταγγίσεις αίματος σε πολλά μέρη του κόσμου. Παράλληλα τα επιτεύγματα των τριών βραβευθέντων πλέον με Νομπέλ επιστημόνων επέτρεψαν την ανάπτυξη αντι-ιικών φαρμάκων τα οποία θεραπεύουν την ηπατίτιδα C, δίνοντας ελπίδα για εκρίζωσή της. Χάρη στους τρεις αυτούς επιστήμονες πιστεύεται ότι στα χρόνια που έρχονται μια νόσος που μετρά εκατομμύρια περιπτώσεις και θύματα ετησίως μπορεί να «σβηστεί από τον παγκόσμιο χάρτη».